- νοεροῦ
- νοερόςintellectualmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοερότης — νοερότης, ητος, ἡ (Α) [νοερός] η ιδιότητα τού νοερού, το να είναι κάτι νοερό … Dictionary of Greek